Τα μασάλια
Αφηγήτρια : Βασιλική Ζαφειρίου
Καβάλα
Ιούλιος 2021
Έρευνα, Σύλληψη, Υλοποίηση: Φωτεινή Παπαχατζή
Φωτογραφικά αγάλματα: Ίρις Περγουλιού -Σεργάκη
Χοροθεραπεύτρια: Μυρτώ Ζαρόκωστα
Φωτογραφίες από τα μέλη του Φωτογραφικού Ομίλου Καβάλας : Έλενα Καμίλη, Σώτη Τυρολόγου, Δημοσθένης Βαρδαβούλιας, Αλεξανδρος Μο
“Γκέλ γκέλ γιαβρούμ ένα μασάλι θα σε πω…”
Η γιαγιά μου η Σοφία Κουγιουμτζόγλου από το Ακ τεκε της Μπάφρας, όλο παραμύθια δήθεν θα μας έλεγε και όλο μίλαγε για το πως ήρθε πεντάρφανη στην Ελλάδα.
Να φανταστείτε εγώ έμαθα παραμυθια για πρίγκιπες και βασιλοπούλες στα 18 οταν πήγα για σπουδές βρεφονηπιοκομίας.
Μέχρι τότε οι ήρωές μου ήταν η Σοφία, ο Παπακώστας, ο τελή Παυλής, η Αθηνά... και πάντα ξεκινούσε με έναν βαθύ αναστεναγμό, σχεδόν λυγμό: “Αχ γιαβρούμ, δεκατέσσερα αδέρφια και μόνον εγώ έζησα…”
Και έτσι ήταν. Είχε άλλα δεκατρία αδέρφια και κείνη το μοναδικό κορίτσι, το στερνοπούλι τους που όλο ζαβολιές έκανε…
Μια μέρα που η μάνα της ανακάλυψε μια ακόμα σκανταλιά της, τις έβρεξε για τα καλά και κείνη έτρεξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της αδερφού να την παρηγορήσει. Και κείνος που της είχε αδυναμία της ζωγράφισε μια καλημέρα με δυό πουλάκια, να λέει το ένα το παράπονό του και το άλλο να ακούει και να παρηγορεί.
Η Σοφία αυτό έφερε απο την πατρίδα ήταν ένα κομμάτι ύφασμα λερό και ταλαιπωρημένο…Και όταν εμείς τα εγγόνια της απορούσαμε “Γιαγιά τι το θές αυτό το βρώμικο πανί;”, εκείνη κλαίγοντας και φιλώντας το μας απάντούσε “Ουι γιαβρούμ πουνουμ μπενίμ εβντε (αυτό είναι το σπίτι μου)”. Μ’ αυτό πέθανε η γιαγιά μου, η τουρκόφωνη γιαγιά μου, μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη στα 1985, έχοντας την καλημέρα κάτω από το προσκεφάλι της…
Αχ βρε γιαγιά, πόσο μακρύ αραγε ήταν το ταξίδι σου από την Μπάφρα στο Χαλέπι, και από κει στη Σύρο στο ορφανοτροφείο…
Εκεί άλλωστε γνώρισες και την μετέπειτα κουνιάδα σου, την Αθηνά Χατζηπαντέλογλου από το Πεσκερλέρ.
Από οικογένεια ανταρτών καταγόταν η Αθηνά, δύο χρονών κοριτσάκι σώθηκε από το τούρκικο μαχαίρι. Πώς; Κανείς δεν ξέρει… μάθαμε όμως ότι η μάνα της σφαγιάστηκε μέσα στο παιδοκομείο της Μπάφρας που δούλευε ως οικονόμος. Ο πατέρας της αντάρτης στα βουνά σε κάποια συμπλοκή σκότωσε έναν επιφανή Τούρκο.
Οι δικοί του ορκίστηκαν εκδίκηση να αφανίσουν τη ρίζα του Γκιαούρι, εννοώντας ότι θα σκοτώσουν τον Γιώργη, τον γιό του. Μα δεν πρόλαβαν! Νύχτα κατέβηκε ο πατέρας και πήρε μαζί του το αγόρι. Άτυχος όμως ο καψερός, σκοτώθηκε σε μάχη αφήνοντας τον μικρό…
Πού; Με ποιόν; Ποτέ δεν μας είπε, μάτωνε η πληγή στην σκέψη. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως με κάποιον τρόπο έφτασε στην Κέρκυρα. Έκει μαθήτευσε βαγενάς και τσαγκάρης. Και όλο μάζευε χρήματα και όλο ρωτούσε για την αδερφή του την Αθηνούλα που την έχασε…
Κάποτε κάποιος του μίλησε για το ορφανοτροφείο της Σύρου, και η ελπίδα φώλιασε μέσα του.
Πήγε στην Ηγουμενίτσα και απο κεί με τα πόδια στον Πειραιά. Για πότε έφτασε στο νησί ούτε που το κατάλαβε, και ας ήταν εξαντλημένος απο το περπάτημα.
Η Αθηνά στο μεταξύ σε μια βδομάδα έφευγε στο εξωτερικό για υιοθεσία. Ήταν όλα έτοιμα, μέχρι και εσώρουχα της κέντησαν οι μεγαλυτερες κοπέλες-- ενθύμια από την σύντομη ζωή της στην Σύρο. Μα πρόλαβε ο Γιώργης και λέγοντας ψέμματα για την ηλικία του την πήρε μαζί του. Το μπουστάκι απο τα εσώρουχα το ‘χουμε φυλαγμένο στο μουσείο.
Και αν αναρωτιέστε πως ήταν σίγουρος για την ταυτότητα της Αθηνας… χμ! Η μάνα της η Παρασκευή γνωρίζοντας θαρρείς το κακό που θα τους λάχαινε της φόρεσε μαντήλα με το όνομά της. Έτσι γνωρίστηκε το όνομα, από την μαντήλα…
Από τότε δεν χώρισαν ποτέ! Παντρεύτηκαν έκαναν παιδιά, πέρασαν πολέμους, λύπες, χαρές, μα αυτοί εκεί, μαζί, παρέα με την Σοφία που έγινε αδελφή, σύζυγος, απανέμι για τους δυο τους.
Είμαι η Βασιλική Ζαφειρίου, πρόσφυγας τρίτης γενιάς, και αυτή είναι η ιστορία της οικογένειάς μου.